Ελληνική Επανάσταση: Η Ελευθερία ως Κατάκτηση και Όχι ως Παράδοση




Γράφει η Πηνελόπη Αντζουλάτου-Αβδελίδη

Ο 19ος αιώνας δικαίως έχει χαρακτηριστεί από πλειάδα επιφανών ιστορικών μεταξύ των οποίων και του Hobsbawm ως «η εποχή των επαναστάσεων».  Από τις φιλελεύθερες εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική έως τα αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο πολυτάραχος αυτός αιώνας σημαίνει τη ριζική αναδιαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής καθεστηκυίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα σε αυτό το συνταρρακτικό κλίμα επαναστατικών ζυμώσεων, η Ελληνική Επανάσταση αναδεικνύεται ως ένα μοναδικό ιστορικό φαινόμενο εξέχουσας ιδιοσυστασίας,  το οποίο μολονότι γειτνιάζει χρονικά με τις υπόλοιπες επαναστατικές εκφάνσεις της εποχής, δεν δύναται να ενταχθεί στο γενικότερο ρεύμα των κοινωνικών και εθνογενετικών αναταράξεων που σφράγισαν τον 19ο αιώνα.

Από τα πολύ τρυφερά σχολικά μας χρόνια διδασκόμαστε και γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου ως  την κατ’ εξοχήν ημέρα μνήμης και δόξας του ελληνισμού. Και πράγματι είναι. Εντούτοις, πολλοί παραθεωρούν ή αγνοούν ότι, μολονότι η επίσημη αυγή της Ελληνικής Επαναστάσεως φέρεται να ανέτειλε στη θρυλική μονή της Αγίας Λαύρας, η ορθή λογική μα και το χρέος μας προς την ιστορική ακρίβεια δεν μας επιτρέπει να ενστερνιστούμε την πεποίθηση ότι το μεγαλειώδες έπος της ελληνικής επανάστασης υπήρξε ένα μεμονωμένο και εντός αυστηρά ορισμένων χρονικών πλαισίων γεγονός.

Η Ελαττωματική Ευρωκεντρική Εξιστόρηση της Ελληνικής Επανάστασης

Όπως προαναφέρθηκε, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε σε βάθος την ελληνική επανάσταση υπό το ευρωκεντρικό πρίσμα και δυστυχώς κατα την άποψή μου αυτό είναι ένα σφάλμα στο οποίο έχουν υποπέσει πολλοί έλληνες ακαδημαϊκοί και μή. Η απόπειρα ένταξης του ελληνικού αγώνα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο, όχι μόνο αδυνατεί να ερμηνεύσει την μοναδικότητα του πολυδιάστατου αυτού ιστορικού κεφαλαίου, αλλά καταλήγει να παραποιεί και να παρερμηνεύει ολόκληρη την ελληνική ιστορική διαδρομή των τελευταίων δύο χιλιετιών.

Η ετεροκαθοριστική αυτή τάση απετέλεσε προϊόν του ευρωπαϊσμού, του οποίου κυριότερος εκφραστής στον ελλαδικό χώρο υπήρξε αδιαμφισβήτητα ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κοραής αναντίρρητα συνέβαλε στην ανάπτυξη του ελληνικού διαφωτισμού, ωστόσο όντας βαθύτατα επηρεασμένος από τον δυτικό και δή γαλλικό τρόπο σκέψης και ζωής, επεδίωξε να μεταλαμπαδεύσει στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος μία επείσακτη νοοτροπία εξ ολοκλήρου ανοικείωτη και ασύμβατη ως προς τα ελληνικά δεδομένα, η οποία έκτοτε πρωτοκαθεδρεύει τόσο στο πολιτικό οσο και στο ακαδημαϊκό πεδίο, καθορίζοντας τις αντιλήψεις και τις κατευθύνσεις του ελληνικού κράτους υπό τον διαρκή ίσκιο της δυτικής επιρροής.

Αυτό όμως που ίσως δεν υπολόγισε ο Κοραής και οι οπαδοί του ήταν το γεγονός ότι με το πέρας του επαναστατικού αγώνα, το ελληνικό κράτος μόλις είχε εξέλθει από τέσσερις αιώνες Οθωμανικής ηγεμονίας και βρισκόταν σε μία εύλογη κατάσταση σύγχυσης και μεταβατικής αβεβαιότητας. Μέσα σε αυτό το νεφελώδες κλίμα η Ελλάδα κλήθηκε να εμπεδώσει και να εφαρμόσει εντός ολίγων ετών ακόμη και μηνών έννοιες, θεσμούς και δομές οι οποίες στην Δύση αποτέλεσαν απότοκο πολυαιώνιων ζυμώσεων και ιστορικών διεργασιών. Η αιφνίδια και άγαρμπη προσχώρηση στα δυτικά πρότυπα συνέβη δίχως να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη οργανική ενσωμάτωση στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του ελληνισμού με αποτέλεσμα η αποδοχή των δυτικών θεσμών και δομών να καταστεί μάλλον μηχανική επιβολή ή εξαναγκαστική προσαρμογή η οποία ενέτεινε περισσότερο το αίσθημα σύγχυσης και δυσπιστίας του ελληνικού λαού.

Συνεπώς,  εάν πρωταρχικός στόχος του Κοραή υπήρξε η αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος και η έκφραση αυτού μέσω του νεοπαγούς ελληνικού κράτους, όπως άλλωστε μαρτυρά με γλαφυρό τρόπο ο πασίγνωστος πίνακας του Θεόφιλου, τότε το όραμά του κατέληξε σε αποτυχία. Κυριότερος λόγος αποτυχίας υπήρξε η ταχεία και σχεδόν βίαιη αντικατάσταση της λαϊκής και ζώσας  δημοτικής γλώσσας από την τεχνητή, άψυχη και εξεζητημένη καθαρεύουσα. Τα αποκομμένα και επιβεβλημένα γλωσσικά και πνευματικά στεγανά, τα οποία κατασκευάστηκαν κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των φραγκικών προτύπων, δεν κατάφεραν να έχουν πραγματική απήχηση στον ελληνικό λαό. Αντιθέτως, παρέμειναν προνόμιο μιας ολιγάριθμης ελίτ της ιντελιγκέντσιας, η οποία αναπτύχθηκε εντός και πέριξ των κρατικών μηχανισμών, αποκομμένη εξ ολοκλήρου από την ελληνική πραγματικότητα.


Όσον αφορά το πρόβλημα του ευρωπαϊκού ερμηνευτικού σχήματος της ιστορίας δεν έγκειται, τόσο σε κάποια εκούσια πρόθεση βλάβης έναντι του ελληνισμού, αλλά μάλλον στην εγγενή αδυναμία των ιστορικών της «εσπερίας» να ερμηνεύσουν την αδιάσπαστη συνέχεια και εξελικτική πορεία του ελληνικού έθνους από την αρχαϊκή και ελληνιστική εποχή στην βυζαντινή αυτοκρατορία και εντεύθεν στην νεότερη  Ελλάδα. Πρέπει να καταστεί κατανοητό ότι η δυτική ιστοριογραφία, διαμορφώθηκε κατά κόρον εντός ενός παγιωμένου ευρωκεντρικού πλαισίου αντίληψης της ιστορίας το οποίο μάλιστα στην πορεία ερμήνευε κάθε εξέγερση αποκλειστικά υπό το πρίσμα της εθνογένεσης. Ως εκ τούτου κατάφερε να συλλάβει τον ελληνισμό μόνο ως μία αποσπασματική παρελθοντική πραγματικότητα, θεωρώντας την κλασική εποχή ως το μοναδικό πεδίο αυθεντικής ελληνικής έκφρασης και το Βυζάντιο ως έναν ξένο και αποπροσανατολισμένο σχηματισμό, αποστεωμένο από κάθε ψήγμα αυθεντικής ελληνικότητας.

Τρανό παράδειγμα της προβληματικής φύσης του δυτικού αφηγήματος αποτελεί ο αυστριακός περιηγητής και ιστοριοδίφης Ιάκωβος Φίλιππος Φαλμεράυερ, ο οποίος εμφορούμενος από φυλετικές και ιστορικά εσφαλμένες αντιλήψεις, διακήρυττε ότι το ελληνικό έθνος έσβησε οριστικά μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας το 146 πΧ.  Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ ο οποίος ουκ ολίγες φορές χαρακτήρισε την ελληνική επανάσταση ως Οθωμανικό εμφύλιο πόλεμο, προκαλώντας εύλογα την οργή χιλιάδων ελλήνων καθώς και του ίδιου του Καποδίστρια. Η σκανδαλώδης αυτή άποψη, η οποία υπονομεύει με εξόφθαλμο τρόπο την μακραίωνη και αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους, δεν απετέλεσε απλώς ιστορικό ατόπημα του 19ου αιώνα, αλλά συνεχίζει, δυστυχώς μέχρι σήμερα να βρίσκει έρεισμα σε ευρωπαϊκούς και ελληνικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, καθώς και σε διάφορα διανοητικά κέντρα και δεξαμενές σκέψης.

Λαμπρή εξαίρεση ενάντια στη δίνη του ραγδαίου εκδυτικισμού υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας ο οποίος καθ’όλη τη διάρκεια της πολιτικής του πορείας, επέμενε στον απογαλακτισμό και την απαγκίστρωση της Ελλάδας από τον μάρσιπο των μεγάλων δυνάμεων καθώς και στη θέαση της ελληνικής ιστορίας υπό ένα μοναδικό «ιστοριοσκόπιο», αποκομμένο από κάθε μονοδιάστατη δυτική αντίληψη της ελληνικής πραγματικότητας. Η τραγική του ειμαρμένη, ωστόσο, ανέκοψε τα φτερά του οράματός του, καθιστώντας την φιλοεθνική του πολιτική μία ιστορική πιθανότητα την οποία ουδέποτε δόθηκε ξανά στην Ελλάδα η ευκαιρία να πραγματώσει.


Η Ανάγκη ενός νέου Ερμηνευτικού και Διδακτικού Σχήματος της Ελληνικής Ιστορίας.

Λαός ο οποίος αγνοεί την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να περιπλανιέται τυφλός στον λαβύρινθο των σφαλμάτων του, ανήμπορος να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά του και ανίκανος να διαμορφώσει μέλλον αντάξιο της κληρονομιάς του. Η παραπάνω αφοριστική ρήση λαμβάνει πλέον σάρκα και οστά στην θλιβερή κατάσταση της ιστορικής παιδείας του μέσου έλληνα, ο οποίος, όχι δια ιδίας ευθύνης, αλλά λόγω του τρέχοντος προβληματικού διδακτικού σχήματος, εμποδίζεται από το να προσεγγίσει την ιστορία του ως ζώσα και αδιάσπαστη πραγματικότητα. Αντ’ αυτού καθίσταται θεατής ενός απονεκρωμένου και αποσπασματικού αφηγήματος, το οποίο μάλλον αποξενώνει παρά διαφωτίζει.

Αντί να μελετά δημιουργικά και να κατανοεί την ιστορία του έθνους του, εξαναγκάζεται να την αποστηθίζει ως μία κατακερματισμένη, στείρα και ασύμβατη παράθεση γεγονότων, η οποία το μόνο που καταφέρνει είναι να αναμασά ένα χλιαρό, άψυχο και ελλιπές αφήγημα το οποίο με τη σειρά του όχι μόνο αδυνατεί να εμπνεύσει την ελληνική νεολαία, αλλά και της εμφυσά μία επικίνδυνη αίσθηση αποξένωσης από την ίδια της την ιστορική αλήθεια, ακρωτηριάζοντας παράλληλα την αίσθηση του ιστορικού της «ανήκειν». Εάν η ιστοριομάθεια έχει καταντήσει να ταυτίζεται με το ανερμάτιστο και απάνθρωπο «παπαγαλίζειν», τότε είναι αναμενόμενο έως και αναπόφευκτο να αποστραφεί κανείς την ίδια του την ιστορία.


Μέσα σε αυτό το στρεβλό πλαίσιο, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να επαναδιατυπωθεί η αφήγηση της ελληνικής επανάστασης, καθότι σήμερα παρουσιάζεται στα σχολικά εγχειρίδια ως ένα αυτούσιο, σχεδόν θεόσταλτο φαινόμενο, το οποίο απλώς εξερράγη κατά τύχιν το 1821 υπό την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας και φυσικά με την σωτήρια επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Όμως, η αλήθεια είναι πολύ ευρύτερη και βαθύτερη: ο αγώνας της ελληνικής ελευθερίας δεν άρχισε ως εκ θαύματος  στην Αγία Λαύρα, ούτε υπήρξε αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας επαναστατικής έξαρσης. Η ελληνική αντίσταση απέναντι στον οθωμανικό ζυγό ήταν αδιάκοπη και πολυετής, γεγονός το οποίο διαψεύδει το δυτικίζον αφήγημα της παλιγγενεσίας, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την αναλλοίωτη αίσθηση της ελληνικής ταυτότητας ανά τους αιώνες. Από την εξέγερση του Διονυσίου του Φιλοσόφου στις αρχές του 17ου αιώνα, έως τα Ορλωφικά, τις επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη, την αρωγή των προνομιούχων Φαναριωτών, καθώς και όλες τις διάσπαρτες κατά τόπους πράξεις εθνικής αντίστασης σε Μοριά, Ρούμελη και στα νησιά μας, σύσσωμοι οι Έλληνες συμμετείχαν σε αλεπάλληλους ξεσηκωμούς οι οποίοι προλείαναν το έδαφος για την τελική μαζική έκρηξη του 1821.

Επιπλέον, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί η διαδεδομένη αντίληψη ότι η ελληνική ανεξαρτησία ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της φιλελληνικής δράσης των ξένων δυνάμεων και ότι η πολυπόθητη ελευθερία κρίθηκε εξ΄ολοκλήρου από την έκβαση της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Αναμφίβολα, η ναυμαχία συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό, όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι υπήρξε προϊόν διπλωματικών και γεωπολιτικών συμφερόντων και όχι πράξη ανιδιοτελούς υποστήριξης. Όπως επεσήμανε και ο Καποδίστριας, οι ξένες δυνάμεις προκάλεσαν περισσότερο κακό στην Ελλάδα εσκεμμένα, παρά καλό από σύμπτωση, εξυπηρετώντας πάντοτε ίδια συμφέροντα και όχι τον γνήσιο ελληνικό αγώνα για ελευθερία.

Η ελευθερία του ελληνικού έθνους δεν υπήρξε μία ρομαντική επινόηση του Μπάιρον και του Σατωβριάνδου, ούτε εξαρτήθηκε από την ευμενή στάση του Κάννιγκ. Η ελληνική ελευθερία δεν παραχωρήθηκε, κατακτήθηκε. Είμαστε ευγνώμονες για την  αρωγή των φιλελλήνων, χρωστάμε όμως την ελευθερία μας στις θυσίες και στον άοκνο αγώνα των Ελλήνων. Αν η 25η Μαρτίου μας διδάσκει κάτι, είναι ότι εάν οι Έλληνες ανέμεναν άπραγοι την ξένη σωτηρία, αν επαφίονταν στην φιλευσπλαχνία των μεγάλων δυνάμεων, τότε σήμερα δεν θα υπήρχε ελληνικό κράτος. Διότι η ιστορία δεν γράφεται από εκείνους που εν καιρώ πολέμου μένουν αδρανείς και προσμένουν τη σωτηρία άνωθεν και έξωθεν, αλλά από όσους μάχονται και θυσιάζονται στον βωμό της ελευθερίας.

Ο ελληνισμός δεν υπήρξε ποτέ παθητικός θεατής της ιστορίας. Αντιθέτως ήταν πάντοτε δημιουργός, αγωνιστής, αέναος φάρος πολιτισμού και δημοκρατίας. Αν λησμονήσουμε την αλήθεια αυτή, αν εγκαταλείψουμε την ιστορική μας ευθύνη, τότε κινδυνεύουμε να καταλήξουμε ως άλλοι Καβάφειοι Ρωμαίοι, να αναμένουμε εσαεί τους βαρβάρους. Και όταν αυτοί δεν καταφθάσουν ποτέ, τότε, όπως εύστοχα διερωτάται και ο ποιητής, «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Militaire News

Ακολουθήστε το newplanet09.gr στο Google News και στο instagram για να ενημερώνεστε για όλα τα τελευταία άρθρα μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.