Πως γίνεται και πως πρέπει να γίνεται η ανάγνωση της Ιστορίας



Γράφει ο Λευτέρης Στάικος

Τί άλλο μπορεί να είναι η ιστορική γνώση, αν δεν είναι γνώση του παρελθόντος για χάρη του παρόντος και του μέλλοντος;

Η απάντηση, είναι, ότι δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο.

Δυστυχώς ωστόσο, στην αντίληψη πολλών ανθρώπων, η Ιστορία, νοούμενη ως επιστήμη της ανθρώπινης ιστορίας, συνίσταται στην απλή συγκέντρωση και γνώση των παλιών γεγονότων, με έναν απόλυτα θετικιστικό τρόπο, που αντιμετωπίζει το παρελθόν ακριβώς σαν έναν “σωρό από ερείπια”.

Αυτή όμως η προσέγγιση, δεν συλλαμβάνει την ιστορία σαν μια ενιαία διαδικασία που ενοποιεί τις συνέχειες και τις ασυνέχειες σε ένα και αυτό νήμα. Συλλαμβάνει την ιστορία ως κίνηση που καθορίζεται από τις λαμπρές προσωπικότητες οι οποίες διαφοροποιούνται από τις μάζες στη βάση μιας υποτιθέμενης “ανώτερης συνείδησης”.

Σε αυτή την ανάγνωση, η ιστορία γίνεται ένα σύνολο τυχαιοτήτων, που σήμαινε ότι το πράγμα θα μπορούσε να γίνει κι έτσι κι αλλιώς, αφού τελικά η μεταβλητή του αστάθμητου καθορίζει το πώς θα εξελιχθεί η εξίσωση.

Φυσικά, έτσι η ιστορία ως επιστημονικό αντικείμενο, μετατρέπεται σε ένα χάος, τουτέστιν καταλήγει σε ένα μη επιστημονικό αντικείμενο.

Η επιστήμη προϋποθέτει ότι το υπό μελέτη αντικείμενό της, όποιο κι αν είναι αυτό, έχει κάποιους νόμους. Ναι, ακόμα και η αστική επιστήμη, παραδέχεται την ύπαρξη νόμων, έστω κι αν δεν το ομολογεί. Αλλά αν θέλει όντως να έχει αξία χρήσης, η κάθε επιστήμη (ιδιαίτερα οι φυσικές, εφαρμοσμένες) πρέπει να προϋποθέσουν από θέση αρχής ότι μελετάνε κάτι που μπορεί να μελετηθεί. Αν το αντικείμενό τους δεν είχε κανέναν εσωτερικό νόμο και ήταν αφημένο στην τυχαιότητα, τότε τί θα μελετούσαν; Τί συμπεράσματα θα έβγαζαν; Τί γενικά συμπεράσματα; Τίποτα από αυτά δεν θα ήταν δυνατό.

Αντίθετα, η επιστήμη ξέρει ότι όταν μελετάει μια συγκεκριμένη περίπτωση, την ανάγει σε κάποιες γενικότητες, οι οποίες έχουν προκύψει όχι υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά, στη βάση πολλών άλλων, προηγούμενων, συγκεκριμένων περιπτώσεων.


Σκεφτείτε έναν γιατρό, έναν ψυχολόγο, έναν νομικό, έναν παιδαγωγό, έναν φυσικό, έναν χημικό και έναν οικονομολόγο. Εντελώς διαφορετικές ειδικότητες. Αν δεν υπήρχαν νόμοι στα αντικείμενά τους, πώς θα ήξερε ο μεν γιατρός πως να αντιμετωπίσει τον καρκίνο, ο δε ψυχολόγος μια φοβία, ή ο παιδαγωγός εναν μαθητή με δυσκολίες, ή ο οικονομολόγος μια επιχείρηση που είναι έχει θέματα κακοδιαχείρισης;

Γιατί λοιπόν η Ιστορία να εξαιρείται από τις άλλες επιστήμες, φυσικές και κοινωνικές;

Η απάντηση είναι ότι δεν εξαιρείται. Με τη διαφορά βέβαια ότι στην ιστορική μελέτη ο όγκος είναι τεράστιος, γιατί κάθε μέρα που περνάει, κυριολεκτικά προστίθεται στην παρελθούσα κίνηση. Αλλά σίγουρα δεν εξαιρείται.

Οι νόμοι της ιστορίας είναι οι νόμοι που υπαγορεύουν την κίνηση των κοινωνιών από τότε που εμφανίζεται ο άνθρωπος στη Γη.

Αν ο ιστορικός εφαρμόζει στην ερευνά του μια μέθοδο που έχει εξοβελίσει την ύπαρξη νόμων, τότε αναγκαστικά καταφεύγει στην αυθαίρετη εν πολλοίς ερμηνεία των γεγονότων και των διαδικασιών, εξάγοντας σε “αδρές γραμμές” από το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο κάποια πορίσματα, που μπορεί να έχουν μια βάση, αλλά που σίγουρα όμως δεν αποτυπώνουν όλη την εικόνα.

Το γενικό κοινωνικό πλαίσιο, δίνει πολύτιμες πληροφορίες, ίσως μάλιστα και τις πιο ουσιώδεις, όταν ο ιστορικός ξέρει να το αποκωδικοποιήσει. Αν δεν ξέρει, θα έχει στα χέρια του κάποια κομμάτια του παζλ και θα έχει οπωσδήποτε ενώσει κάποια από αυτά, αλλά πάντα θα του λείπουν τα υπόλοιπα, ώστε να μην μπορεί τελικά να συνθέσει μπροστά του όλο το μωσαϊκό των πολύπλοκων και αντιφατικά δεμένων μεταξύ τους, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών διεργασιών.

Ο άχαρος τρόπος ανάγνωσης των ιστορικών γεγονότων που μάθαμε στο σχολείο, αναπαράγεται με μια τεθλασμένη μορφή και στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο και φυσικά έτσι άχαρα έχει συνηθίσει ο λαός να απομνημονεύει ημερομηνίες και πρόσωπα, μένοντας έτσι αυτός αγκιστρωμένος μόνο στο εξωτερικό, το επιφανειακό, το ποιός έκανε τι και πότε, όχι το γιατί, όχι στο ποιες ήταν οι βαθύτερες αιτίες που υπαγόρευσαν την τάδε ή την δείνα πράξη και απόφαση.

Από τη στιγμή που η Ιστορία αναγορεύεται έτσι σε έναν σωρό από γεγονότα, καλύτερος γνώστης της, θεωρείται αυτός που έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα στην μνήμη του. Αυτή όμως η προσέγγιση, δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια. Διότι, αυτός που πραγματικά κατέχει την γνώση της Ιστορίας, είναι αυτός που μπορεί να εξάγει το ουσιώδες από την κάθε εποχή και το κάθε γεγονός, αυτός που μπορεί να διακρίνει τους αδήριτους κοινωνικούς νόμους οι οποίοι βρίσκονται στη βάση κάθε ιστορικού προτσές.

Ο ιστορικός μπορεί μόνο έτσι να προβλέπει το τι μέλλει γενέσθαι, όταν γνωρίζει οτι κάθε φορά που επαναλαμβάνονται κάποιες συνθήκες στα ουσιαστικά (όχι τα τυπικά) χαρακτηριστικά τους, θα οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, κι αυτό, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν δήθεν απόδειξη των περί κυκλικότητας της ιστορίας.

Η Ιστορία δεν διαγράφει ποτέ κύκλο, έστω κι αν φαινομενικά μοιάζει να συμβαίνει μερικές φορές. Ο λόγος που δεν υπάρχει κυκλικότητα, είναι γιατί ο χρόνος κινείται μονόδρομα μπροστά και γιατί η άνοδος είναι η γενική τάση της κοινωνικής εξέλιξης, έστω και εκεί όπου προσωρινά παρατηρείται ένα πισωγύρισμα. Άλλωστε, ακόμα και το πισωγύρισμα αυτό, συντελείται πάνω σε μια μοναδικά εμφανιζόμενη βάση που δεν ξαναϋπήρχε ποτέ άλλοτε, που σημαίνει ότι κι από άλλη πάλι αφετηρία θα ξεκινήσει τον δρόμο της η κοινωνία αυτή για την επάνοδο.

Το πιο κλασικό παράδειγμα στη σύγχρονη ιστορία, αποτελεί η ρωσική κοινωνία που διαδέχθηκε την σοβιετική. Η ανατροπή της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης και η συνακόλουθη καπιταλιστική παλινόρθωση, δεν συνεπάγεται την τελική επικράτηση των αστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά συνιστά στο πλαίσιο της ιστορικής κίνησης, νομοτελειακή υποχώρηση που συνέβη υπό το βάρος συγκεκριμένων οικονομικών προϋποθέσεων που συσσωρεύτηκαν εντός της ίδιας της σοβιετικής κοινωνίας.

Αν πάμε ακόμα παλιότερα, θα δούμε ότι και ο καπιταλισμός, κατά την πάλη του με τη φεουδαρχία, δεν κατέγραφε μόνο επιτυχίες και νίκες. Πολλές αστικές επαναστάσεις ακολουθήθηκαν από την επάνοδο των αριστοκρατών στην εξουσία. Στη βόρεια Ιταλία π.χ. είχαμε την κυριαρχία των εμπόρων ήδη από τον 13ο αιώνα, αλλα χρειάστηκε να έρθει η περίοδος του Risorgimento τον 19ο αιώνα, προκειμένου να περάσει οριστικά στην κεφαλαιοκρατική της περίοδο η Ιταλία με την ενοποίηση όλων των κρατιδίων σε ενιαίο έθνος κράτος.

Μια σύντομη, προσωρινή υποχώρηση σε προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης, δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση την γενική νομοτελειακή κίνηση, ενώ επιπροσθέτως, αυτή δεν μπορεί να είναι ποτέ κυκλική, δηλαδή επαναληπτική μιας πανομοιότυπης παρελθούσας κατάστασης, αφενός γιατί τα ειδικά χαρακτηριστικά διαφέρουν και αφετέρου -κυριότερα- γιατί συντελείται πάνω σε μια άλλη, ανώτερη βάση.

Η Ιστορία, διδάσκει πραγματικά, όταν μπορούμε να διακρίνουμε τις αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και όταν χωρίς καμία μηχανιστική μεταφορά, είμαστε σε θέση να δούμε το κοινό που εξάγεται από το χθες και το τώρα και που δεν είναι άλλο από την έκφραση του κοινωνικού νόμου.

Όταν μπορούμε να διακρίνουμε το τυχαίο από το αναγκαίο, το ουσιώδες από το δευτερεύον, τότε μπορούμε να πούμε ότι πράγματι η Ιστορία μας διδάσκει, ότι είμαστε ικανοί να τοποθετήσουμε τα γεγονότα και τα πρόσωπα εντός μιας συνολικής ιστορικής διαδικασίας.

Μιας διαδικασίας που δεν καθορίζεται από τα πρόσωπα αυτά καθεαυτά, αλλά από τους υλικούς όρους που γεννούν, τόσο τα ίδια τα πρόσωπα όσο και τη δράση τους και το κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμά τους.

Militaire News


Ακολουθήστε το newplanet09.gr στο Google News και στο instagram για να ενημερώνεστε για όλα τα τελευταία άρθρα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.